πλεκτανώ

πλεκτανώ
-άω ή -όω, Α [πλεκτάνη]
(ποιητ.) (κυρίως το παθ.) πλεκτανῶμαι, -άομαι ή πλεκτανοῡμαι, -όομαι
εμπλέκομαι, περιπλέκομαι με κάποιον ή με κάτι («ἔστι δὲ πολύρριζος διὰ τοῡ ἤπατος πεπλεκτανωμένη», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”